- ἐφοβεῖτο
- боялся
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐφοβεῖτο — φοβέω put to flight imperf ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑφοβεῖτο — ἐφοβεῖτο , φοβέω put to flight imperf ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
гора мышь родила — Ср. Пышутся горы родить, а смешной родится мышонок. Тредьяковский. Телемахида. Вступление. Ср. Que produira l auteur après tous ces grands cris? La montagne en travail enfante une souris. Boileau. Art poetique. Ср. C est promettre beaucoup, mais… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Гора мышь родила — Гора мышь родила. Ср. Пышутся горы родить, а смѣшной родится мышенокъ. Тредьяковскій. Телемахида. Вступленіе. Ср. Que produira l’auteur après tous ces grands cris? La montagne en travail enfante une souris. Boileau. Art poétique. Ср. C’est… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
προεικόνιση — η, Ν [προεικονίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προεικονίζω («εφοβείτο μη η πρόρρησις επαληθεύση... εις την παρούσαν περίστασιν, ήτις ήτο βεβαίως μία εκ τών προεικονίσεων τής Συντελείας», Παπαδ.) … Dictionary of Greek
φοβούμαι — φοβοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και φοβάμαι Ν και φοβᾱμαι Μ, και τ. ενεργ. φοβῶ, έω, Α 1. διακατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από φόβο, αντιμετωπίζω με φόβο κάποιον ή κάτι (α. «φοβάται τον πατέρα του» β. «φοβάμαι τη μοναξιά» γ. «φοβάμαι να βγω έξω με τέτοια… … Dictionary of Greek